βωξίτης

βωξίτης
Μετάλλευμα που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή αλουμίνας, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμινίου. Η ονομασία (διεθνώς bauxite) προέρχεται από το γαλλικό χωριό Le Baux της Προβηγκίας, όπου βρέθηκαν τα πρώτα κοιτάσματά του. Χημικά είναι ένα μείγμα υδροξειδίων κυρίως του αργιλίου (διασπόρου υδραργιλίτου) και υδροξειδίων του σιδήρου, καθώς και άλλων δευτερευόντων ορυκτών. Γενικά, τα κοιτάσματα του β. προέρχονται από τη λατεριτική αποσάθρωση κυρίως ασβεστολιθικών πετρωμάτων, πλούσιων σε άργιλο, σε τροπικά κλίματα, στην επιφάνεια πάντα και όχι σε βάθος. Το μετάλλευμα του β. εμφανίζεται είτε ως κοίτασμα (βάθους 50-60 μ.) είτε ως μεγάλοι ή μικροί φακοί ή θύλακοι, μέσα σε κοιλότητες ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Οι β. της Ελλάδας είναι προϊόντα αποσάθρωσης των υποθαλάσσιων ιουρασικών και παλαιοκρητιδικών ασβεστόλιθων, όταν αυτοί, λόγω ορεογενετικών κινήσεων, αναδύθηκαν και αποτέλεσαν χέρσο και οι κλιματικές συνθήκες ήταν τροπικές· κατόπιν βυθίστηκαν ξανά και καλύφθηκαν από νέα ιζήματα. Σημαντικά κοιτάσματα β. βρίσκονται στην Αυστραλία, την Ινδία, τη Γουινέα, τη Βραζιλία, την Αϊτή και την Κίνα. Οι ΗΠΑ, αν και είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αλουμινίου στον κόσμο, έχουν μικρά αποθέματα β. Γι’ αυτό αγοράζουν από άλλες χώρες και τον επεξεργάζονται, όπως και άλλα κράτη. Μία φάση εργασίας στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας του αλουμινίου (φωτ. Montecatini). Ο βωξίτης, μετάλλευμα με γαιώδη και συμπαγή όψη, αποτελεί τη βάση για την παραγωγή του αλουμινίου.
* * *
ο
το κύριο πέτρωμα από το οποίο με κατάλληλη επεξεργασία παράγεται το αλουμίνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βωξίτης — ο ορυκτό από το οποίο κατασκευάζεται το αλουμίνιο: Στην περιοχή υπάρχουν ορυχεία βωξίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • προσρόφηση — Φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ένος υγρού ή ενός αερίου συγκρατούνται μέσα σε ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα ορισμένων στερεών ουσιών, που ονομάζονται προσροφητές. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ζωικός άνθρακας, το ενεργό αργίλιο, η αλουμίνα, ο… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… …   Dictionary of Greek

  • Ευβοίας, νομός — Νομός (4.167 τ. χλμ., 215.136 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει την Εύβοια, τη Σκύρο με τα γύρω μικρά νησιά Σκυροπούλα, Βάλαξα, Σαρακηνό κ.ά., τη συστάδα των Πεταλιών (στον ομώνυμο κόλπο), τα μικρά νησιά Καβαλιανή και Στύρα …   Dictionary of Greek

  • Κουανγκσί Τσουάνγκ ή Γκουανχσί Τσουάνγκ — (Guangxi Zhuang). Αυτόνομη περιοχή (220.400 τ. χλμ., 44.890.000 κάτ. το 2000) της νότιας Κίνας, ΒΑ του Βιετνάμ, με πρωτεύουσα τη Νανίνγκ. Εκτείνεται σε μία ιδιαίτερα ορεινή περιοχή, που διασχίζεται από πολλά ποτάμια, πλωτά σε πολλά σημεία τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”